archaeological ethnography | αρχαιολογική εθνογραφία

 

An ethnographic exploration of social and historical imagination as manifested and mediated through people’s relationship to objects and their involvement in multiple archaeologies. My work seizes on the Koutroulou Magoula archaeology and archaeological ethnography project’s approach to “the archaeological” as a cultural field that encompasses “the discourses and practices involving things of another time” (Hamilakis & Anagnostopoulos 2009). Such an open-ended stance to archaeology becomes particularly salient in the excavation area in light of residents’ constant embodied engagements with the past and their continuous discussion about what the past means, what it feels like and how it’s materialized in excavated objects.  

Upon meeting visitors, Neo Monastiri residents of refugee origin conjure a multi-layered history of perseverence, pain and cultural distinctiveness. It encompasses stories of material struggle, pride in cultural practices, such as folk dancing studied by folklorists, and clashes among other, with indigenous inhabitants of the area who were suspicious of the refugees’ Greekness. Displaced from present-day Bulgaria in the 1920s and then again from a Thessaliot village that collapsed from an earthquake in the 1950s, Neo Monastiriotes’ engagement with “archaeology” begins with their building and farming practices in the land allocated to them by the Greek state that began revealing antiquities. With this came an encounter with state archaeological services, looters and possibilities of acquiring national recognition, even commercial prospects of visibility and visitability. Archaeology in the area may thus have various meanings, some of which speak to the official, state practice while others reflect a fascination with objects outside of the formal canon.  

The multiple layering of the past in local experience is apparent in how easily conversations about the findings of the KM excavation may lead to conversations about hidden golden sovereigns allegedly buried there during the civil war by leftists displaced by the royalist regime, communist guerillas and British army officials. My ethnography unpacks this embeddedness of the archaeological in local social life and in dreams about the future, anxieties concerning national belonging, tensions among ethnicities and the simultaneous obedience and subversion of dominant hierarchies of value.  

Μία εθνογραφική διερεύνηση του κοινωνικού και ιστορικού φαντασιακού στη σύγχρονη Θεσσαλία όπως αυτό προκύπτει και διαμεσολαβείται μέσα από τη σχέση ανθρώπων με υλικά αντικείμενα και την εμπλοκή τους με πολλαπλές αρχαιολογίες. Η δουλειά μου πατάει στον διευρυμένο ορισμό του αρχαιολογικού που είναι στον πυρήνα του ερευνητικού προγράμματος αρχαιολογίας και αρχαιολογίκής εθνογραφίας Κουτρουλού Μαγούλα, ως το πολιτισμικό πεδίο που περιλαμβάνει «λόγους και πρακτικές με αφορούν αντικείμενα άλλων εποχών» (Hamilakis & Anagnostopoulos 2009). Η διερεύνηση του πεδίου αυτού αποκτά ιδιαίτερη σημασία ενόψει της διαρκούς διαπραγμάτευσης του παρελθόντος από κατοίκους στην περιοχή της ανασκαφής και τις συνεχείς αναζητήσεις τους σχετικά με το τί σημαίνει αυτό το παρελθόν αλλά και το πώς μοιάζει αυτό υλικά, τί αίσθηση είχε και πώς σχετίζεται με τα ευρύματα της αρχαιολογικής ανασκαφής. 

Όταν συναντούν επισκέπτες, κάτοικοι του Νέου Μοναστηριού προσφυγικής καταγωγής συχνά σκιαγραφούν μία ιστορία αγώνων, πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και αντοχής. Οι αφηγήσεις τους περιλαμβάνουν ιστορίες υλικής επιβίωσης, περηφάνια για πρακτικές τις οποίες μελέτησαν λαογράφοι, όπως «παραδοσιακοί» χοροί, αλλά και εντάσεις, ανάμεσα σε άλλα, με γηγενείς κατοίκους της Θεσσαλικής περιοχής στην οποία μετοίκησαν στον πρώιμο 20ο αιώνα κατόπιν της ανταλλαγής πληθυσμού και του εκτοπισμού τους από τη σημερινή Βουλγαρία (Ανατολική Ρωμυλία). Αφηγούνται επίσης μία ιστορία διπλού εκτοπισμού, πρώτα από τη Ανατολική Ρωμυλία και έπειτα από το πρώτο χωριό/οικισμό στο οποίο τοποθετήκαν από το ελληνικό κράτος ο οποίος κατέρρευσε από σεισμό μέσα στη δεκαετία του 1950. Η εμπλοκή των Νεο-Μοναστηριωτών με την «αρχαιολογία» ξεκινά με τις οικοδομικές και αγροτικές εργασίες τους στα χωριά μετοίκησης οι οποίες αποκαλύπτουν πληθώρα αρχαίων αντικειμένων με (εθνική) συμβολική και δυνητικά οικονομική αξία. Και αντίστοιχες ιστορίες ευρυμάτων αφηγούνται και κάτοικοι άλλων χωριών που περιλαμβάνονται στην εθνογραφική μας μελέτη. Η αποκάλυψη αντικειμένων συνοδεύεται από την επαφή με κρατικούς εκπροσώπους, «αρχαιολόγους» αλλά και «αρχαιοκάπηλους», και την ανάδυση δυνατότητων εθνικής αναγνωρισιμότητας αλλά και εμπορευσιμότητας και ορατότητας σε μία τουριστική ιεραρχία αξιών.

Η αρχαιολογία συνεπώς στην περιοχή έχει πολλαπλές σημασίες: κάποιες εξ αυτών αναφέρονται στην επίσημη, κρατική πρακτική και άλλες αντανακλούν το ενδιαφέρον ντόπιων για αντικείμενα θαμμένα στη γη, πέραν του επίσημου κανόνα. Και το παρελθόν στην περιοχή βιώνεται σε συνδιαλλαγή με επίσημες ιστοριογραφίες αλλά και με τρόπους που αναδεικνύουν πολλαπλότητα και ολισθηρότητα περιοδολογήσεων, όπως όταν συζητήσεις για τα ευρύματα της αρχαιολογικής ανασκαφής οδηγούν σε κουβέντες για την ύπαρξη χρυσών λιρών που θάφτηκαν από εκτοπισμένους χωριανούς (από την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου) ή από αντάρτες, Βρετανούς αξιωματικούς, κοκ. Η εθνογραφία μου ξεδιπλώνει αυτές τις υφάνσεις του αρχαιολογικού στην κοινωνική ζωή της περιοχής που περιλαμβάνουν εικασίες για το παρελθόν, ελπίδες για το μέλλον, αγωνίες σε σχέση με το ανήκειν, ξεχασμένες εθνοτικές κατηγοριοποίησεις και την ταυτόχρονη πειθάρχηση αλλά και αμφισβήτηση των κυρίαρχων εθνικών ιεραρχιών. 

  • Poster of the ethnographic film Dowsing the Past: Materialities of Civil War Memories (2015), which explores the intersection of material culture and memories of displacement and hardship in the Civil War. [K. Kalantzis 2010-2015] | Αφίσα του εθνογραφικού φιλμ “Ραβδοσκοπώντας το Παρελθόν: Υλικότητες Μνήμης του Εμφυλίου” (2015), το οποίο μελετά το σταυροδρόμι υλικού πολιτισμού και μνήμης εκτοπισμού και απώλειας κατά τον ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο. [ Κ. Καλαντζής, 2010-2015]